καταπατεῖται

καταπατεῖται
καταπατέω
trample under foot
pres ind mp 3rd sg (attic epic)
καταπατέω
trample under foot
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ευπέμπελος — εὐπέμπελος, ον (Α) η λ. μόν. στον Αισχύλ. αυτός που αποπέμπεται, που αποδιώχνεται εύκολα, που καθαιρείται, που καταπατείται εύκολα («αὗται, δηλ. αἱ Εὐμενίδες, ἔχουσι μοῑραν οὐκ εὐπέμπελον» έχουν τέτοιο αξίωμα, ώστε να μην αποπέμπονται εύκολα,… …   Dictionary of Greek

  • καταπάτημα — το (AM καταπάτημα) [καταπατώ] νεοελλ. η καταπάτηση μσν. αρχ. αυτό που καταπατείται, αυτό που ποδοπατείται («οὐκ ἀπέστρεψε χεῑρα αὐτοῡ ἀπὸ καταπατήματος», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”